- υπεροπλία
- η превосходство в вооружении
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑπεροπλία — ὑπεροπλίᾱ , ὑπεροπλία insolence fem nom/voc/acc dual ὑπεροπλίᾱ , ὑπεροπλία insolence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροπλία — η / ὑπεροπλία, ΝΜΑ [ὑπέροπλος] νεοελλ. υπεροχή στα όπλα, ανωτερότητα στον εξοπλισμό έναντι τού εχθρού αρχ. 1. (με αρνητική σημ.) υπερβολική και αλαζονική πίστη στην ισχύ τών όπλων 2. (κατ επέκτ.) υπεροψία, αυθάδεια 3. (με θετ. σημ.) γενναιότητα,… … Dictionary of Greek
υπεροπλία — η υπεροχή σε όπλα, υπεροχή εξοπλισμού συγκριτικά με τον εχθρικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεροπλίαν — ὑπεροπλίᾱν , ὑπεροπλία insolence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπλίαις — ὑπεροπλία insolence fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπλίῃ — ὑπεροπλία insolence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπλίῃσι — ὑπεροπλία insolence fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπλίῃσιν — ὑπεροπλία insolence fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στούκα — Όνομα που δόθηκε στο γερμανικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο Γιούνκερς JU 87 κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου. Σχεδιάστηκε στα τέλη του 1935 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1937 κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου. Ήταν εφοδιασμένο με … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
ὑπεροπλίηι — ὑπεροπλίῃ , ὑπεροπλία insolence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)